Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηρεσίδες — ἠρεσίδες, αἱ (Α) ιέρειες τής Ήρας στο Άργος … Dictionary of Greek
ἠρεσίδες — priestesses of Hera fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)